- ζωοπλαστώ
- ζωοπλαστῶ, -έω (Α) [ζωοπλάστης]1. πλάθω ζώα, δημιουργώ γλυπτές παραστάσεις έμβιων όντων2. (για τον θεό ή για τη φυσική γέννηση) δημιουργώ έμβια όντα, παρέχω ζωή σε κάποιον ή σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.